- καταγνωστικός
- καταγνωστικός, -ή, -όν (AM) [καταγιγνώσκω]άξιος καταδίκης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταγνωστικόν — καταγνωστικός damnatory masc acc sg καταγνωστικός damnatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγνωστικῆς — καταγνωστικός damnatory fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)